- τριηρικον
- τριηρικόντό экипаж триеры Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τριηρικόν — τριηρικός the class which serves in a trireme masc acc sg τριηρικός the class which serves in a trireme neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηρικός — ή, όν, Α [τριήρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τριήρη ή αυτός που μοιάζει με τριήρη («τοῡτον ὀφείλοντα τῇ πόλει σκεύη τριηρικά», Δημοσθ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριηρικόν το πλήρωμα τριήρους … Dictionary of Greek